γυρνοβολώ

γυρνοβολώ
(-άω)
1. περιστρέφω κάτι συνεχώς και γρήγορα
3. στριφογυρίζω από δω κι αποκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυρνώ + -βολώ < -βολος < βάλλω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”